- ὀξυκόμμι
- ὀξῠ-κόμμι, τό, a kind ofA gum, in the form ὀξωκόμῃ (dat. sg. fem.), PMag.Osl.1.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυκόμμι — ὀξυκόμμι, τὸ (Α) είδος κόμμεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κόμμι] … Dictionary of Greek
κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt … Dictionary of Greek